- ωτορινολαρυγγολογία
- ηκλάδος της ιατρικής που εξετάζει τις παθήσεις των αυτιών, της μύτης και του λάρυγγα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωτορινολαρυγγολογία — Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης … Dictionary of Greek
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek
ακουολογία — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αίσθηση της ακοής. Βλ. λ. ωτορινολαρυγγολογία … Dictionary of Greek
ωτορινολαρυγγολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτορινολαρυγγολογία: Κάνει ωτορινολαρυγγολογικές εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)